ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ, ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ
ΟΨΕΙΣ ΟΙΚΟ-ΘΕΛΟΓΙΑΣ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΗΘΙΚΗΣ
Τα τελευταία χρόνια η ανθρωπότητα βιώνει πρωτοφανείς καταστάσεις πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής αστάθειας, εξαιτίας της συσσώρευσης οξύτατων προβλημάτων που επηρεάζουν τη ζωή των ανθρώπων όχι μόνο σε ατομικό επίπεδο, αλλά και ως προς την ίδια την ισορροπία των διανθρώπινων σχέσεων και της αναφοράς τους προς το φυσικό περιβάλλον. Ακολουθώντας ένα ακραία ορθολογιστικό και ατομοκεντρικό κοσμοείδωλο, και έχοντας εθιστεί για πολλούς αιώνες στην χωρίς όρια κυριαρχία επί της φύσης, ο άνθρωπος εγκλωβίστηκε στο ναρκισσισμό του και τον διακαή πόθο του για δύναμη και εξουσία. Επιδιώκοντας τη διαρκή αύξηση του οικονομικού κέρδους σε συνδυασμό με την αλόγιστη και αδηφάγο κατανάλωση του φυσικού πλούτου και των πηγών ενέργειας, ο (μετα)νεωτερικός ειδικά άνθρωπος επεχείρησε να νοηματοδοτήσει την ύπαρξή του με όρους ενθαδικότητας, συντονίζοντας όλες τις ενέργειές του προς την κατεύθυνση ενός ωφελιμιστικού και χρησιμοθηρικού μοντέλου, το οποίο θέτει σε προτεραιότητα την ατομική εφήμερη απόλαυση και τη συσσώρευση του πλούτου, αδιαφορώντας για την μελλοντική τύχη της Δημιουργίας ή την ισοκατανομή των αγαθών και την κοινωνική δικαιοσύνη. Με άλλα λόγια ο σύγχρονος homo economicus, όπως καταμαρτυρεί, άλλωστε, και η ζοφερή οικονομική συγκυρία, απόρροια του ακραίου νεο-φιλελευθερισμού, αλλά και η προσφυγική κρίση που μαστίζει σύνολη την ευρωπαϊκή ήπειρο και ιδιαίτερα τη μεσογειακή λεκάνη, συνέπεια του πολέμου και του θρησκευτικού φονταμενταλισμού στην Μέση Ανατολή, θεώρησε ότι θα μπορούσε να παίξει αυτοδικαίως το ρόλο του Βασιλέα και του Κυρίου του Κόσμου και της Ιστορίας. Η πραγματικότητα την οποία βιώνουμε, ωστόσο, τα τελευταία χρόνια, ανέδειξε με τον πλέον τραγικό τρόπο την ανεπάρκεια και τα αδιέξοδα του κυρίαρχου ανθρωπολογικού προτύπου, το οποίο τελικά έχει φτάσει να απειλεί με αφανισμό την ίδια τηΔημιουργία. Και είναι πράγματι αλήθεια ότι συχνά οι θρησκείες γενικότερα, αλλά και οι χριστιανικές Εκκλησίες ειδικότερα, μη εξαιρουμένης και της Ορθοδοξίας, υπηρέτησαν συνειδητά ή όχι ποικίλες εκφράσεις του πνεύματος του παρόντος κόσμου, σε βαθμό που ταυτίστηκαν με ανελεύθερες, καταπιεστικές και τελικά άκρως καταστροφικές δομές, νοοτροπίες και δράσεις.
Την ίδια στιγμή, ωστόσο δεν έλειψαν και οι φωνές επιφανών εκπροσώπων των Εκκλησιών σε ατομικό όσο και συλλογικό επίπεδο, που συνέβαλαν αποφασιστικά με το παράδειγμα και το έργο τους (ακαδημαϊκό, ποιμαντικό και ιεραποστολικό) στην άρθρωση ενός άλλου ήθους, μιας άλλης πρότασης για τη συγκρότηση της ανθρώπινης ύπαρξης και τη ρύθμιση των σχέσεών της με το συνάνθρωπο και το φυσικό περιβάλλον. Αποτελεί πλέον κοινό τόπο, ότι τόσο η συνεχιζόμενη καταστροφή του περιβάλλοντος, γεγονός που διαπιστώθηκε για μια ακόμη φορά στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής για το κλίμα (Παρίσι, Δεκέμβριος 2015), όσο και η προϊούσα εμβάθυνση των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων μεταξύ Βορρά και Νότου, η οποία συνεπάγεται τη φτωχοποίηση μερίδας του πληθυσμού, δεν αποτελούν παρά εκδηλώσεις που αφορούν στο κρίσιμο ερώτημα για την ταυτότητα του ανθρώπου. Κατά συνέπεια, η ανθρωπολογία, όπως έχει από πολλές πλευρές σημειωθεί, μεταξύ άλλων και από τον Σεβ. Μητροπολίτη Διοκλείας κ. Κάλλιστο (Ware), βρίσκεται πλέον στο επίκεντρο του θεολογικού, φιλοσοφικού και ευρύτερου προβληματισμού.
Είναι προφανές ότι ο τρόπος που κάθε παράδοση ορίζει την ταυτότητα του ανθρώπου, οδηγεί και σε ανάλογο ανθρωπολογικό τύπο, γεγονός που αναδεικνύει έμμεσα ή άμεσα τις σημαντικές ευθύνες που έχουν και οι χριστιανικές Εκκλησίες για τη διόγκωση των προβλημάτων που σχετίζονται με το οικολογικό πρόβλημα ή την επικυριαρχία ακραίων καπιταλιστικών μοντέλων διαχείρισης του οικονομικού και φυσικού πλούτου.
Η Ορθόδοξη Εκκλησία από την πλευρά της, αν και η ίδια δεν στάθηκε πάντοτε στο ύψος των περιστάσεων, διατήρησε εντούτοις ζωντανές σε αρκετές εκφράσεις της ζωής της τις θεμελιώδεις αλήθειες της παράδοσής της, γεγονός που αντικατοπτρίζεται τόσο στην αδιάκοπη λειτουργική της εμπειρία και ζωή, όσο και σε ποικίλες δράσεις που έχουν κατά καιρούς αναληφθεί (βλ. τις πρωτοβουλίες του Οικουμενικού Πατριαρχείου για το περιβάλλον) προς την κατεύθυνση της προσφορότερης αντιμετώπισης των συνεπειών της περιβαλλοντικής, οικονομικής και τελικά ανθρωπιστικής, πνευματικής και ηθικής κρίσης. Παρ’ όλες ωστόσο τις φιλότιμες αυτές προσπάθειες από φωτισμένους ιεράρχες ή επιφανείς θεολόγους, η ανά την οικουμένη Ορθοδοξία δείχνει μια δυσκολία να παρακολουθήσει τις ραγδαίες εξελίξεις σε τοπικό όσο και παγκόσμιο επίπεδο, αδυνατώντας συχνά να διατυπώσει πειστικές ή ρεαλιστικές λύσεις ανταπόκρισης στον επείγοντα χαρακτήρα των προβλημάτων και των προκλήσεων με τις οποίες έρχεται αντιμέτωπη. Ακολουθώντας τις περισσότερες φορές παραδοσιακά μοντέλα αντιμετώπισης κρίσεων, όπως λ.χ. το αναγνωρισμένης αξίας και ιδιαίτερα ωφέλιμο φιλανθρωπικό και ποιμαντικό της έργο, η Ορθόδοξη Εκκλησία τις περισσότερες φορές αδυνατεί να δείξει τη δέουσα ευελιξία, να υιοθετήσει νέες μεθόδους και μέσα που διατίθενται προκειμένου ο λόγος της και το έργο της να αποκτήσουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα. Την ίδια στιγμή, ενώ τα προβλήματα διογκώνονται από μέρα σε μέρα, εμφανίζονται συχνά φωνές που καλούν σε αποστροφή από τις προκλήσεις της καθημερινότητας ή σε απόδραση από το πεδίο της Ιστορίας, χάριν υποτίθεται της σωτηρίας της ψυχής ή της θέωσης που δεν νοείται παρά ως ατομική σωτηρία. Στη χώρο της ορθόδοξης θεολογίας διακρίνονται μεμονωμένες και όχι ακόμη συστηματικές προσπάθειες, ιδίως κατά τα τελευταία χρόνια, για την άρθρωση ενός λόγου ≪πολιτικού≫ που θα λαμβάνει υπόψη του το συγκαιρινό συμφραζόμενο της εκκοσμίκευσης και της παγκοσμιοποίησης και θα επιχειρεί να συν-διαλαγεί και συσχετιστεί με τον περιβάλλοντα κόσμο επί τη βάσει μιας επίκαιρης υπαρξιακής επανερμηνείας του πλούτου της παράδοσης. Ωστόσο, τις περισσότερες φορές η ορθόδοξη θεολογία, μολονότι οφείλει να αποτελεί την κριτική φωνή της Εκκλησίας, συνεχίζει να ομφαλοσκοπεί, περιοριζόμενη σε μια στείρα και άγονη μελέτη των κειμένων και των τύπων της παράδοσης, αδιαφορώντας για την ανάγκη να σαρκωθεί ο λόγος του Ευαγγελίου κατά το παράδειγμα του πατερικού ήθους σε κάθε νέα συνάφεια, ώστε να δοθεί καίρια απάντηση στα ερωτήματα του (μετά)νεωτερικού ανθρώπου.
Απέναντι στην ανάγκη αυτή και με αφετηρία τόσο το αγαπητικό-κοινωνικό-θυσιαστικό ήθος, όπως αυτό φανερώθηκε στην αυτο-αποκάλυψη του Τριαδικού Θεού στο πρόσωπο του Χριστού, όσο και τον προσωπικό τρόπο ύπαρξης που συγκεφαλαιώνει ολόκληρη τη σωτηριολογική πρότασή της για τον άνθρωπο, η Ορθόδοξη Εκκλησία και θεολογία είναι σε θέση να προτείνουν ένα διαφορετικό μοντέλο ζωής και κοινωνικής συνύπαρξης όπου ο σεβασμός της προσωπικής ελευθερίας και ετερότητας, καθώς και της ακεραιότητας της Δημιουργίας, θα αποτελεί θεμελιώδη πολιτισμική πρόταση ζωής. Το ανθρωπολογικό ιδεώδες του προσώπου, όπως σαρκώνεται διαχρονικά στην εμπειρία και τη ζωή των μελών του ευχαριστιακού σώματος και μαρτυρείται σε όλη την εκκλησιαστική παράδοση, χωρίς να αποτελεί τη μοναδική ή την κυρίαρχη στον δημόσιο χώρο πρόταση, αποτελεί το πλέον πολύτιμο δώρο που μπορεί η Ορθοδοξία να προσφέρει στο σύγχρονο άνθρωπο. Χωρίς να λησμονεί την εσχατολογική ταυτότητά της, η ενεργός παρουσία της Εκκλησίας στο δημόσιο χώρο, μακριά από εμμονές μιας οποιασδήποτε ευνοϊκής ή προνομιακής μεταχείρισης λόγω ενός ένδοξου ιστορικού ρόλου, αλλά και με απόλυτο σεβασμό στους όρους και τους κανόνες λειτουργίας του χώρου αυτού, θα είναι σε θέση να της προσφέρει ποικίλα εχέγγυα για την απρόσκοπτη πορεία της στην Ιστορία, επικεντρώνοντας τις δυνάμεις της στην ανακούφιση του πόνου του ανθρώπου, αλλά και στη φροντίδα για την ανάσχεση των ποικίλων προβλημάτων που απειλούν την ύπαρξη της Δημιουργίας.
Στην προοπτική αυτή μια σειρά από κρίσιμα ερωτήματα έρχονται στην επιφάνεια που αφορούν στη θέση και στο ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας και θεολογίας στo σύγχρονο κόσμο, τη δυνατότητά τους να έρθουν σε γόνιμο διάλογο με τα προοδευτικά ρεύματα της κοινωνίας, αλλά και τις άλλες θρησκευτικές παραδόσεις και πολιτισμούς, εν όψει της αντιμετώπισης των κρίσιμων προβλημάτων που σχετίζονται με τη βαθιά περιβαλλοντική, οικονομική, ηθική και πνευματική κρίση: Επιτρέπεται άραγε η ζώσα εκκλησιαστική συνείδηση στο πλαίσιο της καλώς εννοούμενης παγκοσμιοποιημένης κοινωνίας να συνεχίζει να κλείνεται στον εαυτό της, χωρίς αναφορά ή έστω ειλικρινή διάλογο προς τις άλλες χριστιανικές παραδόσεις, οι οποίες λόγω της ιστορικής συνάφειάς τους δύνανται να προσφέρουν την πολύτιμη εμπειρία τους από την επιτυχή ή όχι συνάντησή τους με τις ποικίλες όψεις της νεωτερικότητας και μάλιστα της ύστερης νεωτερικότητας, της εκκοσμίκευσης και της μετα-εκκοσμίκευσης; Δύναται η Ορθοδοξία να διατυπώσει με έμφαση λόγο αγάπης και αλληλεγγύης προς τον κάθε άλλο άνθρωπο, ανεξαρτήτως θρησκευτικής, κοινωνικής και πολιτιστικής προέλευσης; Είναι άραγε το ήθος και ο τρόπος ζωής που η Ορθοδοξία προτείνει συμβατός με τις αξίες και τα γνωρίσματα του νεωτερικού κόσμου στον οποίου ζούμε, και ποια εναλλακτική και κοινωνικά δίκαιη πρόταση διαχείρισης του φυσικού και οικονομικού πλούτου θα μπορούσε η ίδια να προτείνει; Σε ποιο βαθμό είναι ρεαλιστικό το ανθρωπολογικό πρότυπο του ανθρώπου-ιερέα της κτίσης, όπως αυτό προτείνεται από επιφανείς ορθόδοξους θεολόγους, και ποιες είναι οι πρακτικές συνέπειές του για την αντιμετώπιση της ραγδαίας επιδείνωσης των όρων τηςοικολογικής κρίσης, της κοινωνικής αδικίας και ανισότητας; Είναι σε θέση η ορθόδοξη θεολογία να αρθρώσει με συστηματικό τρόπο μια επίκαιρη ≪πολιτική θεολογία≫, η οποία, αν και θα θεμελιώνεται σε μια ερμηνευτική επικαιροποίηση των θεμελιωδών αρχών της πίστης, θα επιδιώκει να αναδείξει τις ηθικές παραμέτρους της εκκλησιακής εμπειρίας, σαρκώνοντας την αλήθεια του Ευαγγελίου στην εκάστοτε συγκυρία και έχοντας πάντοτε ως στόχο την πρόγευση της θεανθρώπινης κοινωνίας στο νυν της Ιστορίας, μακριά ωστόσο από απατηλές μεσσιανικού και αποκαλυπτικού τύπου προσδοκίες; Μπορεί η Ορθοδοξία σεβόμενη την ιστορία της και την παράδοσή της, αναγνωρίζοντας ωστόσο τις τυχόν ιστορικές αποτυχίες της ή ανεπάρκειές της, να ανατάμει εκ νέου με δημιουργικό τρόπο την παράδοσή της, προκειμένου να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των καιρών;
Έχοντας, μάλιστα κατά νου ότι το τρέχον ακαδημαϊκό έτος ολοκληρώνεται με το ιστορικής σημασίας κομβικό γεγονός της σύγκλισης της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθόδοξης Εκκλησίας (16-27 Ιουνίου 2016), έπειτα από αιώνες συνοδικής αφασίας, είναι προφανές ότι η διαρκής συζήτηση ζητημάτων που άπτονται της επιβίωσης του ανθρώπου και της δημιουργίας, συνιστά όχι απλά καθήκον αλλά κεντρική έγνοια της εκκλησιαστικής εμπειρίας, η οποία εκφράζεται και κορυφώνεται στην εσχατολογική μεταμόρφωση της Δημιουργίας σε Καινή Κτίση στη Βασιλεία.
Με την προβληματική αυτή και ανάλογα ερωτήματα ασχολείται κατά το τρέχον ακαδημαϊκό έτος 2015-16 η Ακαδημία Θεολογικών Σπουδών Βόλου σε εκδηλώσεις, διαλέξεις, βιβλιοπαρουσιάσεις, ημερίδες, συνέδρια και σεμινάρια τα οποία διοργανώνει σε συνεργασία με άλλους ορθόδοξους ή διαχριστιανικούς-οικουμενικούς φορείς, ινστιτούτα και θεολογικές σχολές.
Για να δείτε το πρόγραμμα, πατήστε εδώ.